- βαρβιτωδος
- βαρβιτῳδόςβαρβιτ-ῳδόςὅ и ἥ играющий на барбитоне Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαρβιτωδός — βαρβιτῳδός, ο (Α) αυτός που συνοδεύει το τραγούδι του με βάρβιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάρβιτος + ωδός «τραγουδιστής»] … Dictionary of Greek
βαρβιτῳδοῦ — βαρβιτῳδός singing to the barbiton masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβιτος — Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη β.… … Dictionary of Greek